εἰκοσιείς

εἰκοσιείς
εἰκοσῐ-είς, ενός,
A twenty-one, UPZ81 ii 14 (ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εικοσιένας — (θηλ. εικοσιμία και εικοσιμιά, ουδ. εικοσιένα) (Α εἰκοσιείς, εἰκοσιμία, εἰκοσιέν) 1. (απόλ. αριθμητικό) είκοσι και ένας 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσιένα το έτος κηρύξεως τής Επαναστάσεως για την απελευθέρωση από τους Τούρκους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”